- το(ς)σοῦτος
- το(ς)σοῦτος, -αύτη, -οῦτον = τόσος, but a stronger demonstrative.—Adv., το(ς)σοῦτον.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
σούτος — η, ο, Ν βλ. σιούτος … Dictionary of Greek
σιούτος — και σούτος, η, ο, Ν (για ζώο) 1. αυτός που δεν έχει κέρατα 2. παροιμ. «η σιούτα γίδα βάνει κέρατα τ αφεντικού της» αυτός που υποκρίνεται τον ήσυχο και τον ταπεινό εξαπατά εύκολα ακόμη και εκείνους που είναι ανώτεροι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν.… … Dictionary of Greek